ἀράξιμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀράξιμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀράξιμο τό, ἀμάρτ ᾽ράξιμον Κύπρ. Ρόδ. ᾿ράξιμο Κρήτ. Μεγίστ. Ρόδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀράζω. Τὸ ’ράξιμο καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Ἡ κατὰ τὴν ἄνοιξιν ἀποκοπὴ θάμνων καὶ δένδρων δασώδους ἐκτάσεως τὰ ὁποῖα μένοντα στρωμένα κατὰ γῆς καίονται κατὰ τὸ φθινόπωρον, ἵνα ἡ τέφρα αὐτῶν χρησιμεύσῃ ὡς λίπασμα τοῦ πρὸς σπορὰν μέλλοντος νὰ καλλιεργηθῇ ἐδάφους Ρόδ. 2) ὁ κατάπλους καὶ ἡ ἀγκυροβολία πλοίου Κρήτ. Μεγίστ. κ.ἀ. ἡ σημ. καὶ παρὰ Βλὰχ. Συνών. ἄραγμα 1, φουντάρισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA