ἀραξοβόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραξοβόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀραξοβόλι τό, Ἤπ. Κάλυμν. Κεφαλλ. Πελοπν. (Γύθ. Λακων. Μάν.) Σῦρ κ.ἀ. - Λεξ. Αἰν. Βλαστ. ἀρεξοβόλι Κεφαλλ. ἀραξουβό’ Θεσσ. κ.ἀ. ᾽ραξοβόλι Κῶς Μεγίστ.- ΙΓρυπάρ. Σκαραβ. 25 ΚΘεοτόκ. Βιργ. Γεωργ. 79 ΓΜαρκορ. Μικρὰ ταξίδ. 219 ΛΠορφύρ. Σκιὲς 95 ΚΠαλαμ. Βωμ.2 141.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀράζω κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀγκυροβόλιον.
Σημασιολογία
1) Μικρὸς λιμήν, ὁρμίσκος, ἔνθα ἀγκυροβολοῦν τὰ πλοῖα ἔνθ’ ἀν.: Ποιήμ. Ἡ βάρκα ᾿ς τὸ κρυφὸ τὸ ἀραξοβόλι ἀράζει ΙΓρυπάρ. ἔνθ’ ἀν. Ἀραξοβόλι σίγουρο τοῦ ξαφνισμένου ναύτη ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. Ὡς ναύτης ἂν κατάπλῳρα τὸν δέρνῃ ἀντάρα μαύρη, σκιασμένος πάει ποδίζοντας ἀραξοβόλι νά ’βρῃ ΓΜαρκορ. ἔνθ’ ἀν. Μὰ σὰν κατέβουμε κ’ οἱ δυὸ ’ς τὰ ᾽Ηλύσια τοῦ Ὁμήρου, ’ς τ' ἄυλα νησάκια, ’ς τῶν ψυχῶν το αἰώνιο ἀραξοβόλι, θὰ σοῦ μαζώξω ’ς τὴ θαμπὴν ἀκρογιαλιὰ τοῦ ὀνείρου, τὰ κρίνα ποῦ δὲ σοῦ ᾿κοψα ’ς τοῦ Μάι τὸ περιβόλι ΛΠορφύρ. ἔνθ’ ἀν. ’Σ τὸ σπίτι . . . θὰ ’ρχόσουν ἀραξοβόλι μιᾶς στιγμῆς νὰ βρῇς καὶ λίγη ἀνάσα ΚΠαλαμ. ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀραξοβόλι καὶ ὡς τοπων. Γύθ. Συνών. ἄραγμα 2. β) Τὸ μέρος ἔνθα καταλύει τις, κατάλυμα Κεφαλλ. 2) Ἐν τῇ ἀλιείᾳ ὁ λίθος ὅστις προσδένεται εἰς τὸ ἄκρον τῆς καλούμας καὶ ρίπτεται εἰς τὸν πυθμένα θαλάσσης διὰ νὰ χρησιμεύῃ ὡς στήριγμα τῶν παραγαδιῶν Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA