ἀραπάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραπάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀραπάκι τό, κοιν. ἀραπά’ βόρ. ἰδιώμ. ἀραπάτσι πολλαχ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ ὀν. Ἀράπης.

Σημασιολογία

1) Τὸ τέκνον τοῦ Αἰθίοπος κοιν. Μαύρισε ἀπὸ τὸν ἥλιο κ᾽ ἔγινε ἀραπάκι (ἐπὶ παιδίου ἡλιοκαοῦς) κοιν. || Αἴνιγμ. Ἀραπάκι κουτρουμπάκι | ποῦ τρυπάει τὴ γῆς καὶ βγαίνει (τὸ σπαράγγι) Πελοπν. (Κόκκιν.) Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. μικροῦ παιδίου σύνηθ., ὑπὸ δὲ τὸν τύπ. Ἀραπάκια τοπων. (σκόπελοι μὲ μαύρας ὀξείας κορυφὰς) Σκίαθ. Συνών. ἀραποπαίδιν, ἀραπόπουλλο 1, ἀραπούδι 1. 2) Πληθ. ἀραπάκια α) Εἶδος σταφυλῶν ἐρυθρομελαίνων (Ἑλλην. Γεωργ. 6,220). β) Εἶδος σύκου μέλανος χρώματος Ρόδ. γ) Τρίχες μέλαιναι τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος μόλις φυόμεναι Ἀθῆν.: Φύτρωσαν τ᾿ ἀραπάκια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/