ἀναγνώστης

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγνώστης

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναγνώστης ὁ, κοιν. καὶ Ποντ. (Κερας. Τραπ. Χαλδ. κ. ἀ.) ἀνεγνώστης Θήρ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Α.Κρήτ. Σῦρ. Χίος ἀνιγνώστ’ς Σαμ Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀναγνώστα Τσακων.

Ετυμολογία

Τὸ μεταγν. οὐσ. ἀναγνώστης.

Σημασιολογία

1 ) Ὁ ἀναγινώσκων τι λόγ. σύνηθ.: Οἱ ἀναγνῶσται τῶν ἐφημερίδων. 2) Παιδίον δι᾿ ἰδίας ἀκολουθίας χειροθετούμενον ἐν τῷ ναῷ ὑπὸ ἀρχιερέως ἢ ἡγουμένου ἐν ναῷ μοναστηρίου διὰ νὰ ἀναγινώσκῃ τὸν ἀπόστολον καὶ βοηθῇ τὸν ἱερέα καὶ ψάλτην. Τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀναγνώστου εἶναι τὸ κατώτατον ἐκκλησιαστικὸν ἀξίωμα, διὰ τοῦ ὁποίου διέρχεται ὁ μέλλων νὰ χειροθετηθῇ ὑποδιάκονος καὶ ἔπειτα νὰ χειροτονηδῇ διάκονος προαγόμενος οὕτω εἰς τὸν πρῶτον βαθμὸν τῆς ἱερωσύνης κοιν. καὶ Ποντ(Κερασ Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων.: ᾿Εγὼ τὸ παιδί μου δὰ τὸ κάμω ἀναγνώστῃ. Σήμερα ὁ δεσπότης χειροτόνησε τὸν γιˬὸ τοῦ δεῖνα ἀναγνώστη κοιν. ‖ Φρ. Ἀναγνώστης εἶναι καὶ γράμματα δὲν ξέρει ! Ἤπ. ‖ ᾎσμ. Γραμματικὸς κι᾽ λειτουργὸς κι᾿ ψάλτης κιˬ ἀναγνώστης Μακεδ. Νυφούλλα, δὲ μᾶς ντρέπεσαι, δὲ μᾶς παραφοβᾶσαι, ποῦ ἔχεις πεθερὸ παππᾶ κιˬ ἀdράδερφ’ ἀναγνώστη; Πελοπν. (Τρίπ) Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπων. πολλαχ β) Νέος ὑπὸ δοκιμασίαν διὰ τὸ μοναχικὸν στάδιον ἀνήκων εἰς τὴν ὑπηρεσίαν μοναχοῦ, ὑποτακτικὸς Θήρ. Συνών. καλογεράκι, καλογεροπαίδι. 3) Ὁ γινώσκων τά στοιχειώδη γράμματα, ἀνάγνωσιν καὶ γραφὴν Κρήτ. Πελοπν. (Τριφυλ.) β) Διδάσκαλος Μακεδ. -(᾿Εθν. ’Αγωγ. 1901 σ. 124). 4) Εἰρωνικῶς ὁ ὄνος Λευκ. Θράκ. (Κομοτ.) Πελοπν. (Λακων.) Στερελλ. ( Αἰτωλ.) 5) Εἶδος ἰχθύος μεγάλου μεγέθους Σῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/