ἀναγνωστόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀναγνωστόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀναγνωστόπουλλο τό, ΣΖαμπελ. ᾎσμ. δημοτ. 745 -Λεξ. Βλαστ.

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀναγνώστης.

Σημασιολογία

Ὁ μικρὸς ἀναγνώστης ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Παππᾶς τὴν εἶδε σώπασε, διˬάκως δὲν ἐλειτούργα κ᾿ ἐκε͜ιὰ τ᾿ άναγνωστόπουλλα ’φῆκαν τά συναξάριˬα ΣΖαμπέλ. ἐνθ’ ἀν. Συνών. ἀναγνωστάκι. Τὸ ἀρσ. ’Αναγνωστόπουλλος ὡς ἐπών. πολλαχ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/