ἀράπικα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀράπικα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀράπικα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀράπ-πικα Χίος (Μεστ.) ἀράπφικα Σίφν. ἀράπ’κα βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. Ἀράπικος. Ἡ λ. καὶ μεσν.

Σημασιολογία

1) Ἐν τῇ γλώσσῃ τῶν Ἀράβων, ἀραβιστι κοιν.: Εἶναι γραμμένο ἀράπικα. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ 1,664 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ ἔβαλε φωνὴν ὁ ρῆγας ἀράπικα, μελέκ! ὃ λέγεται ρῆγας». 2) Κατὰ τρόπον σκληρόν, ἐπίμονον Ἀθῆν. - Λεξ. Δημητρ.: Ἀγαπά͜ει - ζηλεύει ἀράπικα Ἀθῆν. Θύμωσε ἀράπικα Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/