ἀραπίλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραπίλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀραπίλα ἡ, Ἀθῆν. – ΓΞενοπ. Κόσμος 75.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ὀν. Ἀράπης καὶ τῆς καταλ. -ίλα.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐκ τοῦ Ἄραβος ἀναδιδομένη ὀσμὴ ΓΞενόπ. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἀλήθεια, εἶπε, τὸ βλέπω, δὲν εἶναι βρόμα, εἶναι ἀραπίλα. 2) Τὸ μελαχρινὸν χρῶμα τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος Ἀθῆν.: Τί ἀραπίλα εἶν’ αὐτὴ ποῦ ᾿χεις! Ἀκόμα δὲν τοῦ ’φυγε ἡ ἀραπίλα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA