βοιˬδοκοιμοῦμαι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδοκοιμοῦμαι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοιˬδοκοιμοῦμαι Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βόιˬδι καὶ τοῦ ρ. κοιμοῦμαι. Διὰ τὴν ἐπιρρηματικὴν σημασίαν τοῦ πρώτου συνθετικοῦ πβ. καὶ βοιˬδοδουλεύω.
Σημασιολογία
Κοιμῶμαι ὡς βοῦς, κοιμῶμαι βαθέως.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA