γαριφαλούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαριφαλούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαριφαλούδι τό, ἀμάρτ. γαριφαλούδ’ Θράκ. (Τσανδ.) γαρεφαλούδι Χίος (Καρδάμ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρίφαλο διὰ τῆς ὑποκορ. καταλ -ούδι.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἄνθος «γαρίφαλο» (βλ. γαρίφαλο 3), κατ’ ἔννοιαν θωπευτικὴν Χίος (Καρδάμ.) : Ἆσμ. Καὶ τὸ φύτευγκα λουλ-λούδgιˬα, | βgιˬόλες καὶ γαρε(φαλούδgιˬα κ᾿ ἤρκουνταν τὰ κοπελ-λούδgιˬα | καὶ μοῦ κλέβγαν (τά λουλ-λούδgιˬα 2) Εἶδος χόρτου, τὸ ὁποῖον ἐχρησιμοποιεῖτο διὰ τὴν παρασκευὴν φαρμάκου κατὰ τοῦ πυρετοῦ Θράκ. (Τσανδ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/