βοιˬδομμάτι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδομμάτι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοιˬδομμάτι τό, Ζάκ. Πελοπν. (Λογγ. Πυλ. Οἰν. Χατζ.) κ.ἀ. βουιˬδουμμάτ’ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βογδομμάτι Κεφαλλ. βοιˬδόμματο Λεξ. Βλαστ. 280 βουιˬδόμματο Ἄνδρ. κ.ἀ. βουιˬδόμματου Λέσβ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. βοιˬδάμματο Κρήτ. βοδόμματο Θήρ. Λέρ. Νάξ. Πελοπν. (Λακων. Μεσσ.) βουδόμματο’Αμοργ. Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Κορων. Σκαδ. Φιλότ.) κ.ἀ. βουδόμματου Λέσβ. βούδομμα Θήρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ μάτι. Ὁ τύπ. βούδομμα ὑποχωρητικῶς ἐκ τοῦ πληθ. βουδόμματα κατὰ τὸ ἀντίστροφον σχῆμα γράμματα-γράμμα, πράματα-πρᾶμα κττ.
Σημασιολογία
1)Ὀφθαλμὸς βοὸς Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) 2)Βοιˬδομμάτης 2α, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ἤπ. Πελοπν. (Μαζαίκ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA