βοιˬδόνευρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδόνευρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοιˬδόνευρο τό, ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 37.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ νεῦρο.
Σημασιολογία
Τὸ γεννητικὸν ὄργανον τοῦ βοός, ὅπερ ξηραινόμενον χρησιμοποιεῖται ὡς μαστίγιον. Συνών. βοιˬδόπουτσα, βοιˬδοτσούλι, βούνευρο, βούρδουλας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA