γαρμπινάρω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρμπινάρω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαρμπινάρω ἀμάρτ. γαρbινάρω Ζάκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαρμπινὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ.-άρω.

Σημασιολογία

Ἐπὶ τῆς φορᾶς τοῦ ἀνέμου, στρέφομαι πρὸς τὸν νοτιοδυτικόν, φυσῶ ἐκ νοτιοδυτικῆς κατευθύνσεως : Νὰ σοῦ πῶ, γυναῖκα, ποὺ θὰ γαρbινάρη;

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/