γαρμπινὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρμπινὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαρμπινὸς ἐπίθ Λεξ. Βλαστ. 361 Δημητρ. γαρbινός Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθν. Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Παξ. Σῦρ γαρb’νὸς Προπ. (Μηχαν.) γαρπινὸς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρμπῆς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ινός, ἢ ἐκ τοῦ ᾿Ιταλ. garbino τονισθέντος κατὰ τὰ βορεινός, νοτινός, κλπ.
Σημασιολογία
1) Νοτιοδυτικός, ἐστραμμένος ἢ κείμενος νοτιοδυτικῶς Κρήτ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Σῦρ.: ’Σ τὸ γαρbινὸ καdούνι τ’ ἀbελιˬοῦ ’Απύρανθ. ᾽Απὸ τὴ γαρbινὴ μερέα Κρήτ. β) Βορειοδυτικὸς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) : Νὰ πάρῃς τὸ τσουκάλι τὸ γάλα ἀπὸ τὸ σιροκινὸ πανεθύρι καὶ νὰ dὸ βάλῃς ’ς τὸ γαρπινὸ ποὺ ἔχει δροσία Κίτ. 2) Οὐσ. α) ’Αρσ., γαρμπῆς 1, ὃ ἰδ. Προπ. (Μηχαν.) - Λεξ. Βλαστ. 361. β) Οὐδ., ὁ ἐλαφρὸς «γαρμπῆς», δι’ ὃ ἰδ. γαρμπῆς 1, Κέρκ. Κεφαλλ. Κύθν. Μύκ. Παξ. - Λεξ. Δημητρ.: Ἕνα ὄμορφο γαρbινὸ μᾶς πέταξε γιˬὰ μιˬὰ ὥρα ἀπὸ τὸ Λόgο ’ς τὴν Ἄρπιστα Παξ. Ἄν τὸ γυρίσῃ γαρμπινό, θά ’χουμε βροχὴ Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA