γάρμπο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάρμπο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάρμπο τό, ἐνιαχ. -Λεξ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. Μ’Εγκυκλ. γάρbο ἐνιαχ. γάρμπος Εὔβ. (Ψαχν. κ.ἀ.) Μεγίστ. Μῆλ. Χίος (Βροντ. κ.ἀ.)-Λεξ. Πρω. Δημητρ. γάρμπους Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Ἀράχ. κ.ἀ.) γάρbος Θράκ. (Μάδυτ. κ.ἀ.) Κρήτ. Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ.) Τῆν. γάρπος Σίφν. γάρμπος ὁ, Πελοπν. (Τριφυλ.) γάρbος Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. garbo=χάρις, κομψότης,

Σημασιολογία

1) ’Επί προσώπων ἢ πραγμάτων, ἡ χάρις, κομψότης, συμμετρία, εὐρυθμία πολλαχ.: Εἶναι γυναῖκα μὲ γάρμπο. Ἔχει γάρμπο ’ς τὸ ντύσιμο καὶ ’ς τὸ περπάτημα ἐνιαχ. Παπούτσι χωρὶς γάρbο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Περπατάει μὲ γάρbο Κεφαλλ. ’Σ τὸ ἴδιˬο γάρbο, καθὼς τ’ ἀdέ’βάνομε τσαί τή σ’τσιˬά (σ’τσιˬά=συκιˬά) Τῆν. Τὰ παπούτσιˬα του δέν ἔχουνε γάρμπος Χίος (Βροντ.) Ἔπριπι νὰ ντοὺ πιική’ῃς λίγον νὰ ντοὺ φε'ρ’ς ’ς τοὺ γάρμπους τ᾽ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Δὲν ἔ’ κἀνένα γάρμπους Στερελλ. (’Αράχ. κ.ἀ.) Δὲν ἔχει γάρbος τὸ φόρεμα Κρήτ. Μύκ. Δὲν εἶ’ gαί πολὺ ὄμορφος, ἀλλὰ γάρbος ἔχει Νάξ. (’Απύρανθ.) Ἄθρωπος δίχως γάρπος Σίφν. Κουβέντες δίχως γάρπος αὐτόθ. Αὐτὸ τὸ σπίτι δὲν ἔχει γάρbο Πελοπν. (Τριφυλ.) Τὸ ἔφερε ’ς τὸ γάρbο του Κύθηρ. β) Συνεκδ., οἱ ἀκκισμοί αἱ ἐρωτοτροπίαι Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ.) Κεφαλλ. Λευκ.-Λεξ. Δημητρ.: Ἡ Λένη κάνει γάρbο μὲ τὸ Γιˬώργη ᾿Αργυρᾶδ. Τσού ᾿πιˬακα νὰ κάνουνε γάρbο, ἐκεῖνος ἀπὸ τὴ στράτα κ᾿ ἐκείνη ἀπὸ τὴ φανέστρα (φανέστρα=παράθυρον) αὐτόθ. Μωρέ, μοῦτρα γιˬὰ γάρbο! (εἰρωνικῶς) αὐτόθ. Ἡ Εὐανθία ἔχει γάρbο μὲ τὸ Γεράσιμο Λευκ. 2) Ἡ λεπτότης τῆς συμπεριφορᾶς, οἱ καλοὶ τρόποι Ζάκ. Κέρκ. Νάξ.(’Απύρανθ.) Τῆν. κ.ἀ. ―Λεξ. Δημητρ.: Τόσα χρόνιˬα ’ς τὴν ᾿Αθήνα καὶ μιὰ σταλιˬὰ γάρbος δὲν ἔ᾽ς Τῆν. Νὰ ᾿δῇς τὸ γάρbος ποὺ βαστᾷ τὸ πιρούνι καὶ τρώει! ᾿Απύρανθ. Ἕνα σκέδιˬο κ’ ἕνα γάρbος ποὺ κουβεδιˬάζει, θαρρεῖ κἀνεὶς πὼς εἶναι ἑκατὸ χρονῶ! αὐτόθ. Εὐτουνοῦ πρέπει νὰ τοῦ τὴ φέρῃς μὲ ἄλλο γάρbο Ζάκ. Τό ’πε δίχως γάρμπο Λεξ. Δημητρ. 3) Ἡ φυσικὴ κλίσις, ἡ ἔμφυτος ἐπιδεξιότης περί τι Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Τῆν. κ.ἀ.: ᾿Ικεί’ ἡ μ᾽κρὴ τ᾿ς Πηνελόπς χουρεύ’ μ᾿ ἕνα γάρbος, σὰ μιγά’ Τῆν. ᾿΄Εχει εὐτὴ ἕνα γάρbος ’ς τὸ χορό, ποὺ λίες κοπέλες τό ’χουνε ’Απύρανθ. Δὲν ἔχει καθόλου γάρbος τσῆ δουλε͜ιᾶς αὐτόθ. β) Μεταφ., ἡ κλίσις, τὰ σημεῖα προγνώσεως, τοῦ καιροῦ Νάξ. (᾿Απύρανθ.): Δὲν ἔχει ἐφέτι γάρbος γιὰ βροχὲς, θὰ ξεραθοῦμε bάλι. Δὲν ἔχει γάρbος γιὰ καλωσύνη, μόνο σώπα (πρὸς προγιγνώσκοντα μεταβολὴν τοῦ καιροῦ πρὸς τὴν αἰθρίαν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/