γαρμπόζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρμπόζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
γαρμπόζα ἐπίρρ. ἀμάρτ. γαρbόζα Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαρμπόζος.
Σημασιολογία
᾿Επιχαρίτως, ἐπιδεξίως: Γαρbόζα ποὺ χορεύγει! Γαρbόζα ποὺ τὰ λὲς τὰ μοιρολόγιˬα! Καὶ τὴ βελόνα ποὺ περνᾷ, τὴ bερνᾷ γαρbόζα. Συνών. γαρμπόζικα, χαριτωμένα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA