γαρμπόζος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρμπόζος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γαρμπόζος ἐπίθ. Μεγίστ. Μῆλ. κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. γαρbόζος Κέρκ. Κεφαλλ. Κῶς Λευκ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. ).
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ιταλ. garboso=κανονικός, σύμμετρος.
Σημασιολογία
1) Κομψός, σύμμετρος, χαριτωμένος Κεφαλλ. Κῶς Μεγίστ. Μῆλ. Μύκ. Νάξ. (’Απύρανθ. ) κ.ἀ.-Λεξ . Δημητρ. : Γαρμπόζο ρουχαλάκι Μῆλ. Γαρbόζομ-bού ’ναιν dὸ μbόϊν dης! Κῶς Γαρbόζομ - bού’ναιν dὸ ταμbάρο σ-σου αὐτόθ. Γαρbόζα γυναῖκα ἡ Στάμω! Κεφαλλ. Σὲ ὅλα τζη γαρbόζα κοπέλα, μάτι μὴ dὴ bιˬάσῃ. ’Απύρανθ. Πιˬὸ γαρbόζα κουβέdα δὲν ἔχ’ ἀκουσμένη αὐτόθ. Καλό ’ναι τὸ ’ουρνάκι σας, γαρbόζο δείχνει∙ θὰ ’ενῇ καλὸς χοῖρος αὐτόθ. 2) Ὁ ἐπιρρεπὴς εἰς τὰς ἐρωτοτροπίας, ὁ ἐρωτύλος Κέρκ. Λευκ.: Εἶναι γαρbόζος καὶ γυρίζ’ ἀπὸ χωριˬὸ σὲ χωριˬὸ d’μένος κόν’τσα (κόν’τσα=κόντικα, σὰν κόντες) Λευκ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. Κεφαλλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA