γάρμπος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάρμπος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γάρμπος ἐπίθ. ἀμάρτ. γάρbος Κέρκ. (’Αργυρᾶδ. κ.ἀ.) Κεφαλλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ᾿Ενετ. garbo=ξινός, στυφός.

Σημασιολογία

1) Ὑπόξινος, στυφὸς (ἐπὶ οἴνου ἢ καρπῶν) ἔνθ’ ἀν.: Μόρες γάρbες - σκάμνα γάρbα ’Αργυρᾶδ. Δὲ σοῦ φαίνεται λίγο γάρbο τὸ κρασί ; Κεφαλλ. || Ἆσμ. Θάλασσα γάρbα κιˬ ἁρμυρή, δὲ gάνεις λίγο ρέμα, τ᾿ ἔχω κ’ ἐγὼ ’ς τὴν ξενιτε͜ιὰ δυˬὸ μάτιˬα ζαχαρένιˬα; ᾿Αργυρᾶδ. 2) Οὐσ. οὐδ., εἶδος ὑπερύθρου μούρου γεύσεως ὑποξίνου Κέρκ. (᾿Αργυρᾶδ. κ.ἄ. ) Πβ. γαρμπιˬά. Ἡ λ., ὑπὸ τὴν σημασίαν οἶνος στυφός, καὶ ἐν ἐπιστολῇ ἐκ Κερκύρας τοῦ ἔτους 1682∙ βλ. ᾽Ηπ. Χρον. 13 (1938), 112 : «Ἔλαβα καὶ μιὰ βαρέλλα γάρμπο καὶ τὸ χαίρομαι εἰς τὴν ὑγείαν τῆς αὐθεντίας σου».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/