γαρνιμέντο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρνιμέντο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαρνιμέντο τό, Λυκ. (Λιβύσσ.) γαρλιμέντο Ἤπ. (Ἑλλην.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. guarnimento=ἐφόδιον, ἐξάρτημα.

Σημασιολογία

Δαντέλα ἤ ἂλλο κόσμημα ἔγχρωμον, χρησιμεῦον πρὸς διακόσμησιν τῶν γυναικείων ἐνδυμάτων, ἰδίως κατὰ τὰ ἄκρα αὐτῶν ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γαρνιτούρα 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/