γάρνιˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάρνιˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γάρνιˬο τό, Κῶς Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. gagno=δόλος, ἀπάτη. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ρ, πιθανῶς κατ’ ἐπίδρασιν τοῦ γαρνίρω, βλ. Φ. Κουκουλ., Λεξικογρ. ’Αρχ. 4 (1917), 87.
Σημασιολογία
Ἡ ἀπάτη, ἡ στρεψοδικία, ὁ δόλος (ἐπί παιγνίων κυρίως) ἔνθ’ ἀν.: Τὸ γάρνιˬο ’ὲ dὸ θέλει ὁ Θεὸς Σύμ. ᾽ὲ bιάν-νουν dόπο τὰ γάρνιˬα αὐτόθ. Μὴ gάμνῃς γάρνιˬα (μεταξὺ παιδίων) αὐτόθ. ᾿ὲν dὸμ bαίζ-ζομεν εὐτὸγ-γιˬατί κάμνει γάρνιˬα Κῶς. Συνών. ζαβολιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA