γαρνιρίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρνιρίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαρνιρίζω ᾿Αθῆν. Σῦρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Εκ τοῦ ρ. γαρνίρω, κατὰ μετασχηματισμὸν πρὸς τὰ εἰς -ίζω, διὰ τὸν ἀόριστον. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,304.
Σημασιολογία
Γαρνίρω, ὃ ἰδ. Πβ. ἀγαρνίριστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA