γαρνίρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρνίρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικὀ
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαρνίρισμα τό, σύνηθ. γαρνίρισμαν Λυκ.(Λιβύσσ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ θέμ τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γαρνιρίζω ἤ γαρνίρω.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐν γένει καὶ καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπον πρόσθετος διακόσμησις ἐνδυμάτων ἢ ὑφαντῶν οἰκιακῆς χρήσεως, σκευῶν ἢ ἐπίπλων, γλυκυσμάτων ἢ φαγητῶν, κλπ. σύνηθ.: Ἤθελε λίγο γαρνίρισμα τὸ φουστάνι καὶ θὰ γινότανε πιˬὸ ὄμορφο. Οἱ κουβέρτες χρειάζονται πάντα γαρνίρισμα. Ὡραῖο γαρνίρισμα ἔχει ὁ μπουφές της σύνηθ. Τὸ γαρνίρισμα τῆς τούρτας θέλει τέχνη Ἀθῆν. κ.ἀ. Πολὺ σκοῦρο ’ναι τὸ φουστάνι καὶ θέλει γαρνίρισμα ν’ ἀνοίξῃ μιὰ ’υχιˬὰ (μιˬὰ νυχιˬὰ=ὀλίγον τι) Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Τὸ παπούτσι δὲν ἔχει καλὸ γαρνίρισμα Πελοπν. (Κίτ.) Πβ. γαρνιτούρα 1. 2) Μεταφ., ἡ φραστική διάνθισις τοῦ κυρίου θέματος λόγου ἢ ὁμιλίας δι’ ἐπενθέτων στοιχείων σύνηθ. Συνών. γαρνιτούρα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA