γάσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γάσα ἡ Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Μεγίστ. Σύμ.=Λ. Παλάσκ., Ὀνοματολόγ., 17 Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. Πλοίων, 127, Ἀ. Σακελλαρ., Ἐγχειρ. ἀρμεν., 89 Ἀ. Μαμέλλ., Θαλασσιν., 112=Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἐνετ. gassa=χονδρόν σχοινίον, κάλως.
Σημασιολογία
1) Ὡς ναυτ. ὅρος, ὁ βρόχος, ἡ θηλε͜ιά, ἤτις σχηματίζεται εἰς τὸ ἄκρον ἤ τὸ μέσον σχοινίου διὰ νὰ ἐφαρμοσθῆ εἰς ἄλλο σχοινίον ἤ ἐξάρτημα τοῦ πλοίου Μεγίστ.-Λ. Παλάσκ. ἔνθ’ἀν. Ν. Κοτσοβίλ., ἔνθ’ ἀν-Λεξ. Περίδ. Πρω. Δημητρ. β) Εἰς τήν γλῶσσαν τῶν σπογγαλιέων, ἡ περί τόν καρπόν τῆς ἀριστερᾶς χειρός τοῦ δύτου ἐφαρμοζομένη θηλε͜ιά ἥτις σχηματίζεται εἰς τό ἄκρον λεπτοῦ σχοινίου τό ἕτερον ἄκρον τοῦ ὁποίου προσδένεται εἰς τό «καμπανέλι» τοῦ σκάφους ὥστε νά εἶναι δυνατή ἡ ἔγκαιρος διάσωσις τοῦ δύτου ἐν περιπτώσει λιποθυμίας ἤ ἄλλου ἀτυχήματός του δια τοῦ αὐτομάτως διδομένου σήματος κινδύνου Σύμ. 2) Κοιλότης ἐγγεγλυμμένη περί τό ἐξωτερικόν, τό ἐλεύθερον ἄκρον ξυλίνου μοχλοῦ τοῦ ἐλαιοτριβείου (τῆς «στάγκας»), εἰς ἥν εἰσέρχεται θηλε͜ιά σχοινίου οὗτινος τὸ ἕτερον ἄκρον προσδένεται εἰς τόν «ἀργάτην» (βλ. ἀργάτης 5), κατορθουμένης οὕτω τῆς περιστροφῆς τοῦ κοχλιοειδοῦς ἄξονος τοῦ πιεστηρίου τῆς «βίδας» (βλ. βίδα 3) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA