βοιˬδόσκοινο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδόσκοινο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδόσκοινο τό, Πελοπν. (Ἀρκαδ. Ἀνδρίτσ. Γορτυν. Καλάβρυτ. Λάστ. Μεσσ. Παππούλ. Ὀλυμπ. Σαραντάπ. Τρίκκ. Χατζ.) κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. βοιˬδόστοινο Πελοπν. (Κλουτσινοχ.) βουιˬδόσκοινο Πελοπν. (Ὀλυμπ.) κ.ἀ. βοιˬδοσκοίνι Λεξ. Αἰν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ σκοινί. Περὶ τοῦ μεταπλασμοῦ τῆς λέξεως ἀπὸ τὸ βοιˬδοσκοίνι ἴδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,170-3 καὶ 179 κἑξ.

Σημασιολογία

1) Σχοινίον προσδενόμενον εἰς τὰ κέρατα τῶν ἀροτριώντων βοῶν, διὰ τοῦ ὁποίου ὡς χαλινοῦ ὁ γεωργὸς ὁδηγεῖ αὐτὰ ἔνθ’ ἀν.: Φρ. Ὁ ἥλιˬος πῆρε-σηκώθηκε ἕνα βοιˬδόσκοινο (ἀνῆλθεν ὑπὲρ τὸν ὁρίζοντα ὅσον εἶναι τὸ μῆκος ἑνὸς βοιˬδόσκοινου) καὶ Ὁ ἥλιˬος θέλει ἕνα βοιˬδόσκοινο νὰ πέσῃ (ἀπέχει κατὰ τὴν δύσιν ἀπὸ τὸν ὁρίζοντα ὅσον ἕνα βοιˬδόσκοινο) Ἀνδρίτσ. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Ὀλυμπ. Παππούλ. Σαραντάπ. Τρίκκ. Χατζ. κ.ἀ. Συνών. βοιˬδόλουρα, βοιˬδοτριχιˬά, ζεύτης. Πβ. βοιˬδοκέντρι. 2) Μονὰς μήκους δύο ὀργυιῶν Πελοπν. (Κλουτσινοχ. Λάστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/