βοιˬδοστάφυλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδοστάφυλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδοστάφυλο τό, ἀμάρτ. βουιˬδουστάφ’λου Στερελλ. (Καλοσκοπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ σταφύλι.

Σημασιολογία

Σταφύλι μὲ μεγάλας μαύρας ρῶγας. Συνών. βοιˬδομμάτης 2α, βοιˬδομμάτι 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/