βοιˬδόστομα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδόστομα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδόστομα τό, Πελοπν. (Τρίκκ.) βουδόστομα Χίος-Λεξ. Βλαστ. 296 βουδόστουμα Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ. στόμα.

Σημασιολογία

1)Στόμα βοὸς Πελοπν. (Τρίκκ.): Φρ. Κλεῖσε τὸ βοιˬδόστομά σου! (πρὸς τὸν ἔχοντα στόμα ἀκρατὲς καὶ διαρκῶς φλυαροῦντα). 2) Τὸ φίμωτρον τῶν βοῶν Λεσβ. Χίος - Λεξ. Βλαστ. 296.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/