γαστερίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαστερίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαστερίτσα ἡ Πελοπν. (Μάν.) - Κ. Πασαγιάνν., Παραμύθ., 46.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γαστέρα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίτσα.
Σημασιολογία
Μικρὸν μετάλλινον δοχεῖον χρησιμεῦον ὡς ὑδροχόη ἢ οἰνοχόη ἔνθ’ ἀν.: ᾿Απήθωσε τὴ γαστερίτσα του ξέχειλη κρασὶ... κι ἀρχίνησε νὰ μᾶς μολογάῃ γιˬὰ τοῦ Φονιˬᾶ τὸ Λαγκάδι Κ. Πασαγιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. Πβ. γαστέρα 4.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA