γαστρικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαστρικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαστρικός ἐπίθ. λόγ. σύνηθ. γαστρικὴ Κεφαλλ. Πελοπν. (᾽Ανδροῦσ.) γλαστριτσὴ Σῦρ. γλαστρικὰ Πελοπν. (Γαργαλ.)

Ετυμολογία

’Εξ ἀμαρτ. Βυζαντ. ἢ καὶ παλαιοτ. ἐπιθ. γαστρικός. Διὰ τοὺς τύπ. γλαστριτσή, γλαστρικά, πβ. γλάστρα.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων ἢ ἀναφερόμενος εἰς τὴν γαστέρα (ἰδία ὡς ὅρος τῆς ἰατρικῆς) λόγ. Σύνηθ.: γαστρικὸς πυρετὸς – γαστρικὴ δηλητηρίασις - γαστρικὸν ὑγρόν. β) Τὸ θῆλ. ὡς οὐσ. (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. ἀρρώστιˬα), ἡ πεπτικὴ διαταραχή, ἡ ἰατρικῶς καλουμένη «γαστρῖτις» Κεφαλλ. Πελοπν. (’Ανδροῦσ.) Σῦρ.: Τό ᾿πιˬασε γαστρικὴ τὸ παιδὶ ’Ανδροῦσ. Μὴ dρῶτε μοῦρες, παλιˬόπαιδα, θὰ σᾶς πιˬάσῃ γαστρικὴ αὐτόθ. γ) Τὸ οὐδέτ. κατὰ πληθυντ. ὡς οὐσ. (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. ἐνοχλήματα), ἡ νόσος γαστρῖτις λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πελοπν. (Γαργαλ.) Ὑποφέρει ἀπὸ γαστρικὰ λόγ. σύνηθ. Εἶναι ἄρρωστος ἀπὸ γλαστρικὰ Γαργαλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/