γάστρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάστρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γάστρισμα τό, Ἤπ. (Ἑλλην.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. γαστρίζω.

Σημασιολογία

Ἡ ἕψησις ἄρτου ἢ φαγητοῦ διά τῆς «γάστρας», δι᾿ ὃ ἰδ. γάστρα 1: Εἶχα γάστρισμα σήμερα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/