γαστροβόλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαστροβόλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαστροβόλι τό, ἀμάρτ. ᾿ιˬαστροβόλι Νάξ. (’Απύρανθ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάστρα ἢ γαστρὶ καὶ τῆς παραγωγ καταλ. -βόλι.
Σημασιολογία
1) Πλῆθος ἀπὸ «γάστρες», δι᾿ ὃ ἰδ. γάστρα 6: Μωρή, εἶdα ᾿ιˬαστροβόλι εἶν᾿ ἐτοῦτο; Πότε τσ᾽ ἐκάμετε τόσες γιˬάστρες; 2) Πλῆθος, σωρὸς ἀπὸ «γαστριά», δι’ ὃ ἰδ. γαστρί 3: Μουρέ, μὰ εἶdα τό ᾽θελες τὸ ’ιˬαστροβόλι ἐτοῦτο κ᾿ ἐκουβάλε͜ιες το μέσ᾿ ᾽ς τὴν αὐλή;
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA