ἀραποτσούκαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραποτσούκαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀραποτσούκαλο τό, Κέρκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. Ἀράπης καὶ τσουκάλι.
Σημασιολογία
Χύτρα μέλαινα καὶ μεταφ. ἐπί προσώπου: Αὐτὴ ἡ κωπέλλα εἶναι σωστὸ ἀραποτσούκαλο. Συνών. μαυροτσούκαλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA