γάστρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάστρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γάστρος ὁ, Λευκ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Στερελλ. (Μεσολόγγ.) - Κ. Στασινόπ., Μεσολόγγ. 1, 284 Κ. ’Ανανιάδ., Θαλασσ. Ἐγκυκλοπ. 2, 186 gάστρος Στερελλ. (Μεσολόγγ.) γάστρους ’΄Ηπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κοπάν. Κατσανοχώρ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Σάμ. (Τηγάν.) Στερελλ. (Εὐρυταν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάστρα. Διὰ τὴν μεταβολὴν τοῦ γένους, βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 120. 2, 112. Πβ. καὶ Βυζαντ. γάστρον, =τὸ=εἶδος ὑδρίας (Δουκ., ἐν λ. νεμπότης). Εἰς τὸν τύπ. gάστρος ὑπόκειται ἀσφαλῶς παρετυμολογία ἤ συμφυρμὸς πρὸς τὸ ᾽γγαστρώνω ὅ ἰδ.
Σημασιολογία
1) Γάστρα 1, ὅ ἰδ. Ἤπ. (Δωδών. Ζαγόρ. Κοπάν. Κατσανοχώρ. Χουλιαρ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Εὐρυταν. ) : Δὲν ἔ’ καῆ οὑ γάστρους κὶ δὲν gαλουψήθ’κι τοὺ ψουμί Ἤπ. (Ζαγόρ.) Βάλ’ τοὺ γάστρου ’ς τὴ φουτιˬὰ αὐτόθ. 2) Ὁ ἰχθὺς κέφαλος ὁ λεπτόρρυγχος (mugil saliens), τῆς οἰκογενείας τῶν μουγιλιδῶν (mugilidae), ἰδία τὸ θηλυκὸν αὐτοῦ, ἐξ οὗ ἐξάγεται ἀβγοτάραχον Λευκ. Λυκ (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Σάμ. (Τηγάν.) Στερελλ. (Μεσολόγγ. )-Κ. Στασινόπ., ἔνθ’ ἀν. Κ. Ἀνανιάδ., ἔνθ’ ἀν. Συνών. κούτουλας, μπάφα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA