γαστρώνω (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαστρώνω (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαστρώνω (Ι) Νάξ. (Τσικαλαρ.) Μέσ. γαστρώνουμι Μακεδ. (Κοζ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαστρὶ ἤ γάστρα.

Σημασιολογία

1) Ἐνεργ., τοποθετῶ στρῶμα ἀπὸ θραύσματα ἀγγείων, απὸ «γαστριά» (βλ. γαστρὶ 3), ἐπὶ τῶν πρὸς ὄπτησιν ἀγγείων, δι’ ὧν ἔχει προηγουμένως πληρωθῆ ἡ κάμινος (εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ἀγγειοπλαστῶν) Τσικαλαρ. 2) Μέσ. μεταφ., κάθημαι ἀναπαυτικῶς καὶ ἀμερίμνως Κοζ.: Τί γαστρώθ’κις ἔτσ’; Συνών. στρογγυλοκάθομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/