γάτουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γάτουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γάτουλο τό, ᾿ΑΚρήτ. γάτουλας ὁ, Ζάκ. - Γ. Ξενόπ., Ζακυθιν. μαντὴλ., 110 Κακὸς δρόμ., 15 γάδουλας Κύθηρ. γάdουλας Κύθηρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ᾿Ενετ. gatolo=ὑπόνομος.
Σημασιολογία
1) Ὑπόνομος, ὀχετὸς Ζάκ. - Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν.: Βουλλώσανε οἱ γάτουλοι καὶ ξεχείλισε ἡ Πλατεῖα Ρούγα Ζάκ. - Τὸ καντούνι τους ἦταν αὐλακωμένο καταμεσῆς ἀπὸ τὸν ὀχετό, τὸν ἀπαίσιο γάτουλα, ξεσκέπαστο Γ. Ξενόπ., Κακὸς δρόμ., ἔνθ’ ἀν. β) Οἱαδὴποτε αὖλαξ πρὸς διοχέτευσιν ρέοντος ὕδατος Ζάκ.: Ν’ ἀφήσῃς γάτουλους ’ς τσὶ λιθιˬὲς νὰ μπαίνουν τά νερά (λιθιˬές=μανδρότοιχοι ἐξ ἀργῶν λίθων). γ) Λάκκος περιέχων ἀκάθαρτα ἢ βορβορώδη ὕδατα Κύθηρ. 2) Ὑδραγωγεῖον ποσίμου ὕδατος κατεσκευασμένον ἐκ πηλίνων σωλήνων ἈΚρήτ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Κάτολας Κρήτ. (Χαν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA