ἀραποφάσουλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραποφάσουλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀραποφάσουλο τό, ΠΓεννάδ. 251.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. Ἀράπης καὶ φασόλι, παρ' ὃ καὶ φασούλι.
Σημασιολογία
Τό φυτόν δόλιχος ὁ λοβός (dolichos lubia) της τάξεως των ψυχανθῶν (papillionaceae) και ὁ καρπός του. Συνών. ἀμπελοφάσουλο, βελονάκι, Γύφτικο φασόλι, λουβί, φασολάκι, χαρώνει, χαρωφάσουλο, χωριτοφάσουλο. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA