βοιˬδόψωμο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδόψωμο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικὀ
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βοιˬδόψωμο τό, ἀμάρτ. βουδόψωμο Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ ψωμί.
Σημασιολογία
Ἄρτος μετὰ σταυροῦ ἐκτύπου ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας του προσφερόμενος εἰς τοὺς βοῦς τὴν χαραυγὴν τῶν Χριστουγέννων πρὸς συμβολισμὸν τοῦ ὅτι βόες ἔλειχαν τὸν Χριστὸν μετὰ τὴν γέννησίν του.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA