βοιˬδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοιˬδώνω ἀμάρτ. βουιˬδώνω Μύκ. βουδώνω Κύθν. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Δαμαρ. Κινίδ. Κορων. Σαγκρ. Φιλότ.) βουτσώνω Κρήτ. bουτσώνω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. βοιˬδιˬά, παρ’ ὃ καὶ βουτσιˬά.
Σημασιολογία
Α) ᾿Ενεργ. 1) Χρίω διὰ διαλύματος ἐν ὕδατι κόπρου βοὸς ἔνθ᾽ ἀν.: Βουδώνω τ’ ἁλώνι Ἀπύρανθ. Δαμαρ. Κύθν. Μῆλ. κ.ἀ. 2) Ρυπαίνω Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Παροιμ. φρ. Ὅπο͜ιος ρίχνει πέτρες ᾽ς τὰ πηλὰ bουτσώνεται Κρήτ. Β) Μέσ. 1) Ἀναμειγνύομαι Κρήτ.: Ξάνοιξε νὰ μὴ bουτσωθῇς ᾿ς τὲς δουλει͜ές τως, γι͜ατὶ θὰ βρῇς τὸ bελᾶ σου. 2) Ἐμπλέκομαι Κρήτ.: Ἐbουντσώθηκες’ τὰ χρέητα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA