ἀρατιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρατιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀρατιˬὰ ἡ, Ἤπ. (Ζαγόρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄρατα καὶ τῆς καταλ. -ιά.

Σημασιολογία

Τὸ ἀπώτατον μέρος τῆς γῆς, τὸ ἔσχατον ὅριον αὐτῆς: Φρ. Ἔφ’χι κὶ πῆι ᾿ς ν ἀρατιὰ (ἔγινεν ἄφαντος). Νὰ φύῃς κὶ νὰ πάς ’ς ν ἀρατιά! (νὰ γκρεμισθῇς!) Συνών. ἄρατα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/