ἀρατιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρατιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρατιˬάζω Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μεσσ. κ.ἀ.) ἀρατιάζουμαι Πελοπν. (Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀρατίζω. Ὁ μεταπλασμὸς κατ᾿ ἀναλογ. τῶν εἰς -ιάζω ρ. καθὼς καὶ ἀγγιάζω, ἀξιάζω ἐκ τοῦ ἀγγίζω, ἀξίζω κττ.

Σημασιολογία

Κρύπτω, ἐξαφανίζω ἔνθ’ ἀν.: Ποῦ τὴν ἀράτιασε τὴ γἰδα; Ἀνδροῦσ. Πῆρες τὸ χτένι καὶ τὸ ἀράτιασες Πελοπν. Κούνηξα τὸ μπαστούνι μου γιὰ φοβέρα κι ἀρατιάστηκε τὸ σκυλλὶ (ἔγινεν ἄφαντον, ἐξηφανίσθη) Αἴγ. Ἅμα ἔφαγε τὸ παιδί μου ’ς τὴ στιγμὴ ἀρατιάστηκε αὐτόθ. Πβ. ἀρατίζω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/