γαττάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττάρα ἡ, ἐνιαχ. καττάρα Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάττα, παρ’ ὃ καὶ κάττα, καὶ τῆς μεγεθυντ. καταλ. -άρα, δι’ ἣν ἰδ. –αρος.
Σημασιολογία
Ἡ σωματώδης, ἡ ὑπὲρ τὸ κοινὸν μέτρον ἔχουσα σωματικάς διαστάσεις γαλῆ ἔνθ’ ἀν. : Γάττα τὴ λὲς αὐτὴ τὴ γαττάρα; ἐνιαχ. Μπουρεῖ νὰ πιρά’ κουτζὰμ γαττάρα π’ αὐτεί᾿ τ’ dρυπούλα; Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἔχει μία γαττάρα καὶ δὲ μελεύει ποdικὸς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ’Ακοῦτε μιὰ γαττάρα! ὅσον ἕναν ἀρνὶ εἶναι! Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. γαττουλάρα, γαττούρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA