ἀρατίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀρατίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀρατίζω Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λακων. Λάστ. Μεσσ. Σουδεν. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. ἀρατίζου Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Μέσ. ἀρατίζομαι Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ. Φιλιππούπ.) Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Κορινθ. Μάν. Μεσσ. Τρίκκ.) κ.ἀ. - ΑΚαρκαβίτσ. Ἀρχαιολόγ. 78 ἀρατίζουμι Ἤπ. Θεσσ Θρᾴκ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀατίζουμ’ Σαμοθρ. ᾿ρατίζομαι Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) ᾽ρατίζουμι Μακεδ. ᾽ρατίζουμ’ Θρᾴκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἄρατος.

Σημασιολογία

Τρέπω εἰς ἄτακτον φυγήν, φυγαδεύω, ἐξαφανίζω Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Λάστ. Μεσσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ - Λεξ. Δημητρ.: Τ᾿ν ἀράτ’σι Αἰτωλ. Πᾶρ’ του κι ἀράτ’σέ του ἀπιδῶ (πᾶρε το καὶ ἐξαφάνισέ το ἀπεδῶ, ἐνν. τὸ ἀποστροφῆς ἄξιον πρᾶγμα) Ζαγορ || ᾎσμ. Ἀράτισες τοὺς ἄντρες μας, | φοβερέ μ᾽ ’Αλῆ πασᾶ, καὶ τὰ παιδιά μας Λεξ. Δημητρ. Μέσ. τρέπομαι εἰς ἄτακτον φυγήν, γίνομαι ἄφαντος, ἐξαφανίζομαι ἔνθ’ ἀν.: ’Ραττίσκε καὶ πάει Σαρεκκλ. Ἡ νεράιδα χάθηκε κείθενε, ἀρατίστηκε κ’ εὑρέθη διαμιᾶς πεταχτὰ ’ς τὴν ’Οξοχώρα (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Τὰ βρουκουλάκια ἀρατίζουντι κὶ δὲ ζ’γών’ν τοὺν ἄνθρουπου (ἐκ παραδ.) Θεσσ. Πήρανε τόσο φόβο μαζί του ποῦ ἀρατίζονταν μόλις ἄκουαν τὴ φωνή του ΑΚαρκαβίτσ. ἔνθ’ ἀν. || Φρ. (ἐννοουμένης πάντοτε τῆς ἐννοίας τῆς ἀρᾶς) Ἀρατίστηκαν πεά! Θρᾴκ. ἔφ’χι κι ἀρατίσκι! (ἄφαντος ἔγινε) Ζαγορ. ἀρατίσκι κὶ πάει ἀπουδῶ! Αἰτωλ. Ν’ ἀρατίζουμ’ναν νὰ πάω! αὐτόθ. Ἀρατίσου! (γκρεμίσου! Γκρεμοτσακίσου! ᾿ς τό διάβολο!) πολλαχ. Ἀρατίσ’ κ᾿ ἔλα δῶ- σῦρι ᾿κεῖ! (γκρεμοτσακίσου κ᾿ ἔλα ἐδῶ-πήγαινε ἐκεῖ) Αἰτωλ. Ν’ ἀρατιστῇς ἀπὸ τὰ μάτιˬα μου! Κορινθ. Τρίκ. κ.ἀ. Ἀρατιστῇς ἀπουδῶ! Ἀδριανούπ. Συνών. γκρεμίζομαι, γκρεμοτσακίζομαι, ξεκουμπίζομαι, τσακίζομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/