γαττὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττὶ τό, κοιν. γατσὶ Ἁλόνν. Εὔβ. ( Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Ἤπ. (᾽Ιωάνν.κ.ἀ.)Μακεδ. (Σιάτ. κ.ἀ.)Παξ. Πελοπν. (Ἦλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) καττὶ Ἡράκλ. Θράκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) Ἴμβρ. ’Ιων. (Βουρλ.) Κρὴτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Κυδων. Χίος (Βροντ. Νένητ. κ. ἀ.) κατ-τὶν Κύπρ. κατ-τὶ Εὔβ. (Κονίστρ. Κουρ. κ.ἀ.) κατ-ὶ Μεγίστ. Ρόδ. κατ-θὶ ᾽Αστυπ. Κῶς Νίσυρ. Σύμ. Τῆλ. κατσὶ ’Αθῆν. (παλαιότ.) Θήρ. Κύθηρ. Κύθν. Μέγαρ. Μῆλ. Νάξ. (᾽Απύρανθ. Δαμαρ Φιλότ.) Πάρ (Λεῦκ.) Πελοπν. (Γέρμ. Κίτ. Μάν Σαηδόν.) Σίφν. Χίος (Βροντ. Πυργ. κ.ἀ.) κασὶ Ἄνδρ. Μύκ. Τῆν. (Κτικ. Τριαντ.) κακὶ Λέσβ. gαττὶ Θάσ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γαττίν. Βλ. Χρον Μορ στ. 2932 (κῶδ. Ρ, ἔκδ. Schmitt) : «ἐφάγασιν καὶ ποντικούς ὁμοίως καὶ γαττία». Εἰς παραλλαγὴν τοῦ αὐτοῦ στίχου (κῶδ. Η, ἔκδ. Schmitt) φέρεται ὁ τύπ. καττίν, ὅθεν πιστοῦται ἡ ὕπαρξις τοῦ Παλαιοτέρου τύπ. καττὶν (πβ. γάττα). Ὁ τύπ. κατσί(ν) καὶ ἐν τῷ στιχουργήματι Περὶ γέρ., στ. 107 (ἔκδ. Wagner, σ. 109) καὶ παρὰ Σομ. Ὁ τύπ. κακὶ διὰ ψευδῆ ἀποκατάστασιν, δι’ ἣν βλ. Γ. Χατζιδ., Γεν. Γλωσσ., 169.
Σημασιολογία
1) Τὸ νεογνὸν τῆς γαλῆς ἢ ἡ μικρὰ τὴν ἡλικίαν γαλῆ κοιν: Γέννησε ἡ γάττα μας κ’ ἔκαμε πέντε γαττιˬά κοιν. Παίζει ἡ γάττα μὲ τὰ γαττιˬά της καὶ κάνει τὸ σπίτι ἄνω-κάτω σύνηθ. Γιˬόμ’σι τοὺ σπίτ’ γατσιˬὰ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Εἴχαμαν γιˬα’τούριˬα∙ πέdε γατσιˬὰ γένν’σι ἡ γάττα μας Ἤπ. (᾽Ιωάνν. κ. ἀ.) Τὸ κατσὶ πεινᾷ, γι’ αὐτὸ φωνάτζει Σίφν. Ἡ γάττα μας ἔκαμε δύο κατσία Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἄσκημα ποὺ νιˬαουρίζ-ζει τὸ κατ-θί! Κῶς Ἡ κάτ-θα ἔκρυψε τὰ κατ-θιˬά της κάτω ἀπὸ τὸ κρεββάτ-θι Συμ. Ψόφ’σι τοὺ κακὶ Λέσβ. Ἔλα, κασούλα μ’, κὶ ἄσ’ ἥ’χου τοὺ κασὶ Τῆν. (Κτικ. Τριαντ.) Μαρέ, τάϊσις τοὺ gατί; Θάσ. || Φρ. Ἑφτάψυχο γαττὶ (ἐπὶ ἀνθρώπου οὗτινος ὁ ὀργανισμὸς παρουσιάζει ἐκπληκτικὴν ἀντίστασιν εἰς τὰς ἀσθενείας) σύνηθ. Πβ. γάττα 1. Ἔγινα κατσὶ (ἐβράχην, ἔγινα σὰν βρεγμένο γαττί) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σίφν. Χίος (Βροντ κ.ἀ.) Συνών. φρ. ἔγινα μουσκίδι-παπί || Παροιμ. φρ. Ὅdες βγάλῃ τὸ κατσὶ κέρατα (ἐπὶ τοῦ ἀδυνάτου γενέσθαι) Κύθηρ. || Παροιμ. Ἡ γάττα ἀπὸ τὴ βία της γεννᾷ τὰ γαττία της στραβὰ (ἐπὶ τῶν κακῶν ἢ ἐπιβλαβῶν ἀποτελεσμάτων τῶν μετὰ σπουδῆς ἐκτελουμένων πράξεων) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πβ. βία 4. Θέλ’ ἡ κυρά μας καὶ παίζουν τὰ γαττιˬά μας (ἐπὶ παρεκτροπῶν γινομένων τῆ ἀνοχῆ τοῦ προϊσταμένου) Σῦρ. κ.ἀ. || Γνωμ. Τὸ παιδὶ τσαὶ τὸ γαττί, ὅπως τὸ μάθῃς, κάνει (ἐπὶ τῆς ἀξίας τῆς ἀγωγῆς) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Μουδὲ σκυλλί, μουδὲ καττί, μουδὲ γαστρί (ἐνν. ὅτι δὲν πρέπει νὰ ἀπασχολοῦν τοὐς νεονύμφους) Κρήτ. (Σέλιν.) Πβ. γαστρὶ 1γ. Τὸ γρούζει-γρούζει τέσσερους καὶ τὸ μπελάζει πέdε | καὶ τὸ γαττὶ καὶ τὸ σκυλλὶ ᾿μέρες ἑξήdα πέdε (ἐπὶ τῆς διαφορᾶς ἣν παρουσιάζει ὁ χρόνος τῆς κυήσεως μεταξὺ χοίρου, προβάτου, κυνὸς καὶ γαλῆς) Κεφαλλ. || Ἄσμ. Σ-σὰν τὸ τσιμπλιˬάρικο κατ-τί, ποὺ κάθεται ’ς τὴ στάχτη͵ ὥραν τὴν ὥραν κατ-τερεῖ τὴ συμπεθέρα νά ᾽ρτῃ Εῦβ. (Κουρ.) ᾿Επήαινα ’ποτεῖ, ᾽ποτεῖ | βρίσκω μιˬὰν gόρην μέσα ᾽τεὶ, ἀκλούθουν της σὰν dὸ μαρτὶν | ταὶ ἔκλαια σὰν dὸ κατ-τίν Κύπρ. Μ ’ ἔδιρνι, μὶ σκότουνι | κὶ πάλι μὶ καλόπιανι, μὶ τραυοῦσι ’ποῦ τοὺ ’φτὶ | κ᾿ ἔσκουζα σὰ dό γαττί Θράκ. (Σουφλ.) Τὸ ποντίκι τ’ ὠργισμένο | τὸ γατσὶ τ’ ἀφωρισμένο τσίγκρι τό ’να, τσίγκρι τ᾿ ἄλλο | τῆς μπερδέψανε τὸ γνέμα Ἤπ.(’Ιωάνν.) Φάε τοῦ σκύλ-λdου τὸ νουρὶ | καὶ τοῦ πονdικοῦ τό ’φτὶ -ἐν-dὸ τρώω τὸ νουρὶ | καὶ τοῦ πονdικοῦ τὸ ’φτι’. γιˬατὶ δακ-ιᾷ μας τὸ σκυλ-λdὶ | καὶ τσαγκρουνίζει τὸ κατ-ὶ Ρόδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαττάκι 1. 2) Τὸ καχεκτικόν, ἀτημέλητον καὶ μεμψίμοιρον παιδίον Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. Ψαχν. κ.ἀ.) Θήρ. Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) κ.ἀ. Πιδὶ ἔκαμ’ κιˬ’ αὐτή! ἕνα χαμένου πρᾶμα, ἕνα γαττί! Στρόπον. Ἔλα, μαρή, μάζι’ τὰ γατσιˬά σ᾽ ’ποδῶ Ψαχν. Εἶναι ’να κατσί! (καχεκτικὸν καὶ αἰωνίως κλαυθμυρίζον παιδίον) Θήρ. || Παροιμ. Τὸ γαττὶ ’ς τὴ bαραστιˬὰ κ᾿ ἡ φωνὴ ’ς τὸν οὐρανὸ (ἐπὶ καχεκτικῶν νεογνῶν, τὰ ὁποῖα κλαυθμυρίζουν δυνατὰ) Kάμπος Λακων. Συνών. γάττινος 2α. 3) Τὸ ἰσχνὸν τὴν σάρκα καὶ στρεβλὸν τὸ σχῆμα ξυλοκέρατον Παξ. 4) Εἶδος μικροῦ ἰχθύος Ἁλόνν. 5) Εἶδος ἀποδημητικοῦ πτηνοῦ ὁμοιάζοντος πρὸς ἀγρίαν περιστερὰν κατὰ τὴν ἐμφάνισιν καὶ πρὸς γαλῆν κατὰ τὴν φωνὴν Ρόδ. 6) ᾿Εν τῆ φρ. κατσὶ τοῦ γιˬαλοῦ=ὁ γλάρος (ὡς ὀρεγόμενος τὰ ψάριˬα ὅσον καὶ ἡ γαλῆ) Μέγαρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. ’Σ τοῦ Κατ-θιˬοῦ Νίσυρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA