βολεˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολεˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
βολεˬὰ ἡ, βολέα Κύθηρ. Μέγαρ. ἀβολέα Πελοπν. (Λεῦκτρ.) βολεˬὰ Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Μεσσ.) Χίος κ.ἀ.-Ἀρχ. Ρώμ. 2, 263 ΣΠερεσιάδ. Σκλάβ. 73-Λεξ. Αἰν. Δημητρ. βουλεˬὰ Μακεδ. (Ὄλυμπ. Χαλκιδ.) Τῆλ. κ.ἀ. βοία Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βόλι καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -εˬά.
Σημασιολογία
1)Βολὴ σφαίρας πυροβόλου ὅπλου Κύθηρ. Μακεδ. (Ὄλυμπ. Χαλκιδ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λεῦκτρ.) Τσακων. Χίος κ.ἀ.-ΣΠερεσιάδ. ἔνθ’ ἀν.-Λεξ. Δημητρ.: Κακὴ βολεˬά! (ἀρὰ) Καλάβρυτ. Νά ντι ντῇ ἁ βοία! (νὰ σὲ κτυπήσῃ τὸ βόλι! ἀρὰ) Τσακων. || Παροιμ. φρ. Βολεˬὰ νὰ σέ ’βρῃ, κάουρα, | μὲ τὰ στραβὰ τὰ πόδιˬα! (πρὸς τὸν ἀποστελλόμενον εἰς ἐργασίαν ἐπείγουσαν καὶ βραδύνοντα νὰ ἐπανέλθῃ) Μεγίστ. || ᾌσμ. Βολεˬὰ τοῦ ’ρτενε ’ς τὸ πλευρό, βολεˬὰ ᾿ς τὴν ἀμασκάλη Χίος Πικρὴ βουλεˬὰ τοὺν χτύπησι, πικρὴ φαρμακουμένη Ὄλυμπ. Χαλκιδ.-Ποίημ. -Βαστᾷς ἀκόμα ᾽ς τοὶς βολεˬὲς καὶ ᾿ς τοὶς σπαθεˬὲς ἀντέχεις. -Ἂν τοὶς βαστάω τοὶς βολεˬὲς καὶ τοὶς σπαθεˬὲς τὸ ξέρεις ΣΠερεσιάδ. ἔνθ’ ἀν. β) Βολὴ σφαίρας παιδιᾶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γ) Βολή, κτύπημα διὰ ριπτομένου λίθου Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μιˬὰ βολεˬὰ μοῦ ’δωκε καὶ κόdευγε νὰ μοῦ σπάσῃ τὴ gεφαλή μου. δ) Ὁ ριπτόμενος λίθος Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐπέταξα τὴ βολεˬὰ καὶ λάβωσά τον. ε) Μολύβδινος βόλος δικτύου Πελοπν. (Μεσσ.) Τῆλ. 2) Ἀπόστασις βολῆς Ἀρχ. Ρώμα ἔνθ᾽ ἀν.: «Ἀφοῦ δὲ ἐπλησίασεν [ὁ ἐχθρὸς] εἰς μιᾶς βολεˬᾶς τόπον, ἤρχισεν ὁ πόλεμος». 3) Τοπικὸν σημεῖον, εἰς ὃ βάλλει τις Λεξ. Αἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA