βολεˬὰς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολεˬὰς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βολεˬὰς ὁ, Πελοπν. (Λακων.) Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. ἀμαρτ. οὐσ. βολέας, τοῦ ὁποίου τὴν ὕπαρξιν πιστοποιεῖ τὸ ἐπών. Βολέας, περὶ οὗ ἰδ. ΦΚουκουλ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 6 (1923) 250.

Σημασιολογία

1)Βολαχτῆρα 1, ὃ ἰδ., Σίφν. 2) Ὁ μόλυβδος τοῦ ἁλιευτικοῦ ὀργάνου καθετὴ Πελοπν. (Λακων.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Σκῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/