βολεζάμενος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολεζάμενος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βολεζάμενος ἐπίθ. Ζάκ. Κεφαλλ. Κρήτ. Μῆλ.-ΝΤεφαρ. Λιανοτρ. 104 βουλιζάμινου Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.)
Ετυμολογία
Μετοχ. τοῦ ἀμαρτ. ρ. βολέζω, καθὼς καὶ μπορέζω-μπορεζάμενος, φοβίζω- φοβιζάμενος κττ., περὶ ὧν ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1, 14.
Σημασιολογία
Δυνατός, ἐφικτὸς ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Πῶς εἶναι βολεζάμενο τὸ ξύλο νὰ μιλήσῃ; Μῆλ. Νά ’ταν βολεζάμενο ἡ νεˬότη νὰ πουλει͜έται! ΚΤεφαρ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. βολετός 1β, βολετούμενος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA