βολεˬὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολεˬὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βολεˬὸς ὁ, Ζάκ. Κεφαλλ. Λευκ. κ.ἀ.-Λεξ. Μ᾿Εγκυκλ. Δημητρ. βουλεˬὸς Θεσσ. (Μαγνησ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Λεπεν.) κ.ἀ. ὀβολεˬὸς Πελοπν. (Βασαρ. Βούρβουρ. Κορινθ. Κυνουρ. Μεγαλόπ. Οἰν.) κ.ἀ.-Λεξ. ΜἘγκυκλ. Δημητρ. οὐβουλεˬὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.) ὀβελεˬὰς Κεφαλλ. νουβουλεˬὸς Θεσσ. (Μαγνησ.) βολεˬὸ τό, Ἤπ. (Πρέβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀμαρτ. οὐσ. βολεός, οὗ τὴν ὕπαρξιν πιστοποιεῖ τὸ τοπων. Βολεοί. Πβ. Παυσαν. 2, 36, 3 «οἱ δὲ Βολεοὶ οὗτοι λίθων εἰσὶ σωροὶ λογάδων».
Σημασιολογία
1) Σωρὸς λίθων συνήθως σχηματιζόμενος κατὰ τὴν ἐκχέρσωσιν ἀγρῶν ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Λευκ. καὶ κατὰ πληθ. Βολεˬοὶ Πελοπν. (Οἰν.) 2) Μετων. ἄνθρωπος παχύσαρκος ἢ νωθρὸς δυσκόλως μετακινούμενος ἕνεκα τοῦ βάρους ἢ τῆς ὀκνηρίας του Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA