γάττικος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάττικος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γάττικος ἐπίθ. ἀμάρτ. κάτ-ικος Ρόδ. κάτ-θικος Σύμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάττα, παρ’ ὃ καὶ κάτα, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ικος.

Σημασιολογία

Ὁ ἀνήκων ἤ προσιδιάζων εἰς τὴν γαλῆν ἔνθ᾽ ἀν. : Κάτ-θικα μάτιˬα Σύμ. || Ἆσμ. Ἁπού ᾿σει τὸ παπούτσιν της ἑφτὰ λογιˬῶν τουμάρι καὶ κάτ-ικογ,-καί σκύλ-λdικογ-κιˬ ὀβρέιˬκο συναφόδι (συναφόδι=ἐμπόρευμα) Ρόδ. Συνών. γαττήσιˬος γαττήσιμος, γάττινος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/