βολετὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολετὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βολετὸς ἐπίθ. βολητὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ.) βολετὸς σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Πόντ. (Τραπ.) βουλιτὸς βόρ. ἰδιώμ. βουλετὸς Α.Ρουμελ. (Καρ. Φιλιππούπ.) Δαρδαν. Θρᾴκ. (Γέν.) Ἰων. (Σμύρν.) Κύπρ. Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. βολῶ. Ἡ λ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Α 1687 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ βάνω κόπο, μὰ θαρῶ καὶ βολετὸ δὲν εἶναι».
Σημασιολογία
1) Εὔκολος, εὐχερὴς Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.: Ἔναι βολετὸς ὁ δρόμος, bορεῖς νὰ περάσῃς Μάν. β) Δυνατός, πιθανός, κατορθωτός, τοῦ οὐδ. ἐκφερομένου συνήθως μόνου κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. πρᾶμα σύνηθ. καὶ Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Τραπ.): Εἶναι πρᾶμα βολετό. Ἂν σοῦ εἶναι βολετό, ἔλα-πήγαινε κττ. Δὲν εἶναι βολετὸ νὰ μὴ τὸ κάνῃ-νὰ κατασταλάξῃ πουθενὰ κττ. σύνηθ. Μοῦ ’ρχεται βολιτὸ νὰ περάσω ἀποκεῖ Ἀρκαδ. || Φρ. Κάνω βουλετὸν τ᾽ ἀβούλετον (κάνω τ᾿ ἀδύνατα δυνατὰ) Κύπρ. || ᾎσμ. Νυχτώνει ξημερώνει, δὲν εἶναι βολετὸ νὰ μὴν ἀναστενάξω, τὸ ἂχ νὰ μὴν τὸ πῶ Δαρδαν. Ἄχι κιˬ ἂς ἦτο βολετὸ νὰ σὲ θωρῶ, ὅdε θέλω, νὰ μοῦ δροσίσῃς τὴ gαρδιˬὰ ποῦ δὲ bορῶ νὰ κλαίω Κρήτ. Δὲν εἶναι πρᾶμα βολετὸν ἡ παντρε͜ιὰ νὰ λείψη, ἐνόσῳ ὁ ἥλιˬος ’πὸ τὴν γῆν τὸ φῶς του δὲ θὰ κρύψῃ Κῶς. Συνών. βολεζάμενος, βολετούμενος, ἀντίθ. ἀβόλετος 1. 2) Ἐκεῖνος τὸν ὁποῖον δύναταί τις νὰ μεταχειρίζεται κατὰ βούλησιν, προσηνὴς Στερελλ. (Αἰτωλ.): Εἶνι βουλιτὸς ἀνθρουπά’ς, τοὺν κά’ς ὅπους θέ’ς. Βουλιτὴ ’ναῖκα. Συνών. βολικὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA