γάττινος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάττινος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γάττινος ἐπίθ. ἀμάρτ γάττ’ νους Στερελλ. (Αἰτωλ.) γάτσινος ᾿Ιθάκ. κάττινος Κρήτ. (Μεραμβ. Ρέθυμν κ.ἀ.) γαττινὸς Κεφαλλ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάττα ἢ γαττὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ.-ινος. Ἡ μετακίνησις τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. γαττινὸς κατὰ τὰ ἄλλα εἰς -ινὸς ἐπίθ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἀνήκων ἤ ἁρμόζων εἰς τὴν γαλῆν Κρῆτ. (Μεραμβ. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ) : Κάττινο πεδούλι (τεμάχιον δέρματος γαλῆς) Μεραμβ. || Ἆσμ. Μωρή, βοσκὸν ἀγάπησες, μωρή, βοσκό θὰ πάρῃς,ἁπού ’χουν τὰ στιβάνιˬα dου ἐννιˬὰ λογιˬῶ τομάρι καὶ σκύλλινο καὶ κάττινο καὶ γιτσικὸ καὶ πρόβε͜ιο; Ρέθυμν. κ. ἀ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γάττικος. 2) Οὐσ. α) Οὐδ. (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. παιδί), τὸ δύστροπον καὶ πάντοτε κλαυθμυρίζον μικρὸν παιδίον ᾿Ιθάκ. Συνών. γαττὶ 2. β) Οὐδ. πληθ. (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. βάσανα), αἱ μεγάλαι καὶ διαρκεῖς στερήσεις καὶ στενοχωρίαι Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τὰ σκύ’να κὶ τὰ γάττ’ να πιρνάει ἀπ’ τ’ μητρυιά τ’ οὑ κακουμοίρ’ς. Ἡ νύφ’ τ’ Μπακουγιˬά’ τραυάει τὰ σκύ’ να κὶ τὰ γάττ’να ἀπ’ τ’ bιθιρά τ᾿ς. γ) Οὐδ. πληθ. (κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. καμώματα), οἱ τρόποι, αἱ συνῆθειαι τῆς γαλῆς Κεφαλλ.: Παροιμ. Τὴ γάττα νύφη τὴν ἔκαμαν, καὶ τὰ γαττινά της δὲ d’ ἄφηνε (ἐπὶ τῶν διατηρούντων τὰς κεκτημένας ἕξεις παρὰ τὴν ἀλλαγὴν καταστάσεως ἢ περιβάλλοντος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/