βολὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βολὴ (ΙΙ) ἡ, κοιν. βουλὴ βόρ. ἰδιώμ. ’ολὴ Κάρπ. βό’ Μακεδ. (Χαλκιδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βολεύω (Ι).

Σημασιολογία

1) Εὐκολία, εὐχέρεια κοιν.: Ἔχω βολή. Βρίσκω βολή. Χάνω τὴ βολή μου κοιν. || Φρ. Μὲ τὴ βολή μου (ἄνευ σπουδῆς, μὲ τὴν ἡσυχίαν μου) σύνηθ. Δὲ μοῦ ’ρχιτι ’ς τὴ βουλὴ (δὲν τολμῶ) Λέσβ. 2) Εὐκαιρία Σέριφ. Σκῦρ.: Ἂν βρῇς βολή πές το του Σκῦρ. 3) Ἡ κατάλληλος θέσις πράγματός τινος κοιν.: Βρῆκα τὴ βολή του.Ἔχασα τὴ βολή του. β) Τόπος ἐλεύθερος διὰ νὰ βολευθῇ τις Εὔβ. (Ἄκρ.): Δὲ βρίσκου βουλὴ νὰ κάτσου. 4) Κατάστασις κανονική, συνήθεια Θήρ. Σέριφ. κ.ἀ.: Ἡ βολή μου εἶναι νὰ κοιμᾶμαι ἀνάσκελα Θήρ. Πολλὰ βόδιˬα ἔχουνε βολὴ (δηλ. προτιμοῦν εἰς τὸν ζυγὸν νὰ ζευγνύωνται ἢ μόνον δεξιὰ ἢ μόνον ἀριστερὰ) Σέριφ. 5) Ἡ κυρία ἡ καὶ καλυτέρα ὄψις πράγματός τινος, συνήθως ἐπὶ ὑφασμάτων καὶ ἐνδυμάτων Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Κάρπ. Μακεδ. (Χαλκιδ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. Γαλανᾶδ. Δαμαρ.) Πελοπν. (Λακων.) Σίφν. Σκῦρ. κ.ἀ.: Τὸ παννὶ ἔ᾽ βολὴ κι ἀνάποδ’ Τσακίλ. Ἡ βολή dου ᾽ναι, ὄχι ἡ ἀνάποδη Ἀπύρανθ. Βάνω τὸ κουμάσι ἀ τὴ βολὴ (κουμάσι=ὕφασμα) αὐτόθ. Δὲ ἤβαλε τὸ πουκάμισό του ἀπὸ τὴ βολὴ, μόνο τό ᾽βαλε ἀπὸ τὴν ἀξανάστροφη Δαμαρ. Τοὺ φόρισα τοὺ πουκάμ’σου ἀπ᾿ τὴ βό’ Χαλκιδ. || Φρ. Τὸνε ξέρω μόνε ἀπ᾿ τὴ βολὴ (γνωρίζω μόνον τὴν καλήν του διάθεσιν) Τσακίλ. Ἀ τὴ βολὴ (κατ᾿ ἀντίφρ.=ἀπὸ τὴν κακὴν ὄψιν, οἷον : τὸν ξέρω ἀ τὴ βολή του, τὸν ἔμαθα ἀ τὴ βολή του, συνών. φρ. ἀπὸ τὴν καλή, δι’ ἣν ἰδ. καλὸς) Ἀπύρανθ. || Παροιμ. φρ. Δὲν ἔχει μήτε βολὴ μήτε ξανάστροφη (ἐπὶ ἀνθρώπου δυστρόπου, μεθ’ οὗ εἶναι ἀδύνατον νὰ συνεννοηθῇ τις) Λακων. Δὲν εὑρίσκετ’ ἡ ᾿ολή του | μήτ᾿ ἡ καλὴ μήτ᾿ ἡ κακή του (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Κάρπ. Ἀντίθ. ἀνάποδη, δι’ ὃ ἰδ. ἀνάποδος Α 1β, ξανάστροφη, δι’ ὃ ἰδ. ξανάστροφος. β) Διάθεσις Νάξ. (Γαλανᾶδ.): Φρ. Εἶναι τῆς καλῆς βολῆς (εἶναι καλόβολος, καλόγνωμος). 6) Τάξις, ἁρμονία Κρήτ. Λέσβ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σέριφ.: Ξέρω τὴ βολὴ τοῦ σπιθιˬοῦ μου Κρήτ. Ἄβουλου σπίτ’, χουρὶς βουλή, χουρὶς ’κουτσουργιˬὸ Λέσβ. β) Σειρὰ Λῆμν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος κ.ἀ.: Δὲ ξέρου νὰ τοὺ πῶ μὶ τ’ βουλή τ’ Λῆμν. || Φρ. Ἀπὸ βολῆς (κατὰ σειράν, ἄνευ διαλογῆς, οἷον: Μαζώνω τὰ φασόλιˬα ἀπὸ βολῆς Ἀπύρανθ. Βάνω ἀπὸ βολῆς τὰ καλάμιˬα αὐτόθ. Μάζεψα τὰ λεμόνιˬα–πούλησα τὰ μῆλα ἀπὸ βολῆς Χίος κττ.) 7) Ἀναγκαῖον οἰκιακὸν σκεῦος ἢ ἔπιπλον Χίος: Ἔχω ὅλες τοὶς βολές μου. β) Κατὰ πληθ., εὐμάρεια Χίος-Βλαστ. 502 : Ἐχάσαμε τοὶς βολὲς μας Χίος Ἔχει ὅλες τοὶς βολές του Λεξ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. VIII) Ἀρχὴ Σέριφ.: Ἡ βάρκα θέλει ἀπὸ βολῆς (ἔχει ἀνάγκην ἀνακαινίσεως ἐξ ἀρχῆς). Συνών. βόλος Α ΧΙΙΙ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/