ἀραχνιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀραχνιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀραχνιˬὰ ἡ, (Ι) Θεσσ. (Ζαγορ.) Ἰων. (Κρήν.) Μύκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Δημητσάν.) Τῆν κ.ἀ. -Λεξ. Βλαστ. ᾽ραχνιˬὰ Θρᾴκ. (᾽Αδριανούπ. Σαρεκκλ. Σκοπ.) Προπ. (Ἀρτάκ.) κ.ἀ. -Λεξ. Βυζ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράχνη καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἱστὸς τῆς ἀράχνης ἔνθ᾽ ἀν.: Γέμισε τὸ σπίτι μας ᾿ραχνιˬὲς Σαρεκκλ. || Φρ. Δὲν ἔκαμε ἀραχνιˬά (δὲν ἔκαμε τίποτε. Ἡ μεταφ. ἐκ τῆς μεγάλης λεπτότητος τοῦ μόλις ὁρατοῦ ἱστοῦ τῆς ἀράχνης) Τῆν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράχνη 2. 2) Αἰθάλη Θρᾴκ. (Σκοπ.): Κό’σε ἡ ᾿ραχνιˬὰ τῆς ἅφτριˬας. Συνών. ἀράχνη 4, καπνιˬά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/